κοιλωματικός

κοιλωματικός
-ή, -ό
ζωολ. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) τα κοιλωματικά
τα τριπλοβλαστικά ζώα τών οποίων το μεσόδερμα σύγκειται από διάφορες κοιλότητες που σχηματίζουν το κοίλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelomata (πρβλ. κοίλωμα, -ατα). Στην ελλ. απόδοση τού όρου προστέθηκε και η κατάλ. -ικά, πληθ. ουδετ. τής -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”